λιθίδιον

λιθίδιον
λιθίδιον
pebble
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα …   Dictionary of Greek

  • λιθιδίοις — λιθίδιον pebble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίου — λιθίδιον pebble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίων — λιθίδιον pebble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιδίῳ — λιθίδιον pebble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίδια — λιθίδιον pebble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”